- ελεεινολογώ
- (ε) μετ.1) осуждать, порицать; 2) сострадать, сочувствовать, жалеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελεεινολογώ — ελεεινολογώ, ελεεινολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελεεινολογώ — ( έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῡμαι, έομαι) νεοελλ. 1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο 2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό αρχ. μσν. διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο … Dictionary of Greek
ελεεινολογώ — ελεεινολόγησα, χαρακτηρίζω κάποιον ως ελεεινό, ως αξιολύπητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
κακοτυχίζω — (Μ κακοτυχίζω) φέρνω σε κάποιον κακή τύχη, κάνω κάποιον να δυστυχήσει νεοελλ. λέγω ή θεωρώ κάποιον κακότυχο, οικτίρω, ελεεινολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοτυχῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε… … Dictionary of Greek
καταστηλιτεύω — (AM) (επιτ. τ. τού στηλιτεύω*) μσν. κατηγορώ, κατακρίνω με δριμύτητα, στηλιτεύω έντονα αρχ. 1. αναγράφω το όνομα κάποιου σε στήλη ή σε άλλο ψηλό και δημόσιο μέρος για στιγματισμό, επιφέρω ατιμία ή δυσφημία σε κάποιον, τόν στιγματίζω 2. φρ.… … Dictionary of Greek
στένω — (I) ΝΑ (ποιητ. τ.) στενάζω, βογγώ (α. «η Ελλάδα έστενε τότε κάτω από τον ζυγό τής δουλείας» β. «ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ στένει», Αισχύλ.) αρχ. 1. (στους τραγικούς) (για πρόσ.) θρηνώ μεγαλόφωνα («τῶν Ἀθηνῶν ὡς στένω μεμνημένος», Αισχύλ.) 2. (για θάλασσα ή … Dictionary of Greek
οικτίρω — 1. νιώθω συμπάθεια για κάποιον, λυπούμαι, σπλαχνίζομαι. 2. περιφρονώ, ελεεινολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλανίζω — ταλάνισα, ταλανίστηκα, ταλανισμένος 1. αποκαλώ κάποιον ταλαίπωρο, ελεεινολογώ: Ταλανίζω τους αλκοολικούς. 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω: Μας ταλάνισε δύο μήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)